- ιεροδικείο
- το1. μεσαιωνικό δικαστήριο το οποίο ασχολούνταν αποκλειστικά με την ανεύρεση και τιμωρία τών αιρετικών2. μωαμεθανικό δικαστήριο που δίκαζε σύμφωνα με τον ιερό νόμο τού Ισλάμ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδίκης. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδικείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.